- χυλισθέντα
- χυλίζωextract the juiceaor part pass neut nom/voc/acc plχυλίζωextract the juiceaor part pass masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χυλίζω — ΜΑ [χυλός] 1. εκχυλίζω («χυλίζεται δὲ τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα καὶ ὁ καυλός... καὶ ξηραίνεται ἐν σκιᾷ», Διοσκ.) 2. μετατρέπω σε χυλό (α. «ὀπὸν χυλισθέντα», Γεωπ. β. «κόπρον κεχυλισμένην», Γεωπ.) … Dictionary of Greek